συγχρονιστικός

συγχρονιστικός
η , ό[ν]
1) модернистский; 2) синхронный, одновременный; синхронический (спец.);

συγχρονιστική κίνηση — синхронное движение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συγχρονιστικός" в других словарях:

  • συγχρονιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συγχρονισμό 2. αυτός που συμβάλλει στον συγχρονισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρηγ. Γ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • συγχρονιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συγχρονισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»